Herodotus | The father of History
Non voglio che tu sia lo zimbello del mondo.
Ti lascio il sole che lasciò mio padre a me.
Le stelle brilleranno uguali ed uguali ti indurranno
le notti a dolce sonno.
Il mare t'empirà di sogni. Ti lascio
il mio sorriso amareggiato: fanne scialo
ma non tradirmi. Il mondo è povero
oggi. S'è tanto insanguinato questo mondo
ed è rimasto povero. Diventa ricco
tu guadagnando l'amore del mondo.
Ti lascio la mia lotta incompiuta
e l'arma con la canna arroventata.
Non l'appendere al muro. Il mondo ne ha bisogno.
Ti lascio il mio cordoglio. Tanta pena
vinta nelle battaglie del tempo.
E ricorda. Quest'ordine ti lascio.
Ricordare vuol dire non morire.
Non dire mai che sono stato indegno, che
disperazione mi ha portato avanti e son rimasto
indietro, al di qua della trincea.
Ti lascio il sole che lasciò mio padre a me.
Ho gridato, gridato mille e mille volte no,
ma soffiava un gran vento e piogge e grandine
hanno sepolto la mia voce. Ti lascio
la mia storia vergata con la mano
d'una qualche speranza. A te finirla.
Ti lascio i simulacri degli eroi
con le mani mozzate,
ragazzi che non fecero a tempo
ad assumere austere forme d'uomo,
madri vestite di bruno, fanciulle violentate.
Ti lascio la memoria di Belsen e Auschwitz.
Fa presto a farti grande. Nutri bene
il tuo gracile cuore con la carne
della pace del mondo, ragazzo, ragazzo.
Impara che milioni di fratelli innocenti
svanirono d'un tratto nelle nevi gelate
in una tomba comune e spregiata.
Si chiamano nemici; già. I nemici dell'odio.
Ti lascio l'indirizzo della tomba
perché tu vada a leggere l'epigrafe.
Ti lascio accampamenti
d'una città con tanti prigionieri,
dicono sempre si, ma dentro loro mugghia
l'imprigionato no dell'uomo libero.
Anch'io sono di quelli che dicono di fuori
Il sì della necessità, ma nutro, dentro, il no.
Così è stato il mio tempo. Gira l'occhio
dolce al nostro crepuscolo amaro,
il pane è fatto di pietra, l'acqua di fango,
la verità un uccello che non canta.
È questo che ti lascio. Io conquistai il coraggio
d'essere fiero. Sforzati di vivere.
Salta il fosso da solo e fatti libero.
Attendo nuove. È questo che ti lascio.
Gigi Proietti | Brano dal mio testamento - Kríton Athanasoúlis
Απόσπασμα από την διαθήκη μου
Δεν θέλω να γενείς περίγελος του κόσμου.
Σου αφήνω τον ίδιον ήλιο που άφησε σε μένα
ο πατέρας. Τ’άστρα θα φέγγουνε ίδια, οι νύχτες
ίδια θα σε καλούν σε γλυκόν ύπνο,
η θάλασσα θα σε γεμίζει όνειρα. Σ’αφήνω
το πικραμένο μου χαμόγελο να το ασωτέψεις,
όμως μη με προδώσεις. Σήμερα ο κόσμος τούτος
είναι φτωχός. Ματώθηκε πολύ ο κόσμος τούτος
κι απόμεινε φτωχός. Γίνου εσύ πλούσιος
κερδίζοντας του κόσμου την αγάπη.
Σ’αφήνω τον μισοτελειωμένο αγώνα
και το όπλο μου με την πυρακτωμένη κάνη.
Μη το κρεμάσεις στον τοίχο. Ο κόσμος το’χει ανάγκη.
Σου αφήνω το παράπονό μου. Τόσο πόνο
κερδισμένο στις μάχες του καιρού μου.
Να θυμάσαι. Αυτή την εντολή σου αφήνω.
Να θυμάσαι θα πει να μην πεθάνεις.
Μην πεις ανάξιος ότι στάθηκα, ότι
με πήρε μπρος η απελπισιά και πίσω
ξέμεινα στο χαράκωμα. Αχ, μύρια φώναξα «όχι»,
αλλά φυσούσε αγέρας πολύς, βροχή, χαλάζι
κι έθαψαν τη φωνή μου. Σ’αφήνω
την ιστορία μου γραμμένη με το χέρι
κάποιας ελπίδας. Εσύ να την τελειώσεις.
Σ’αφήνω των ηρώων τ’αγάλματα
με κομμένα χέρια, παιδιά που δεν προφτάσαν
να πάρουν το σεμνό σχήμα του ανθρώπου,
μητέρες μαυροφόρετες, κόρες ατιμασμένες.
Σ’αφήνω του Μπέλσεν και του Άουσβιτς τη μνήμη.
Μην αργήσεις να μεγαλώσεις. Θρέψε καλά
την απαλή καρδιά σου με τη σάρκα
της ειρήνης του κόσμου, αγόρι, αγόρι.
Μάθε, εκατομμύρια αδέλφια σου αθώα
χάθηκαν μονομιάς στα κρύα τα χιόνια
σ’ένα τάφο κοινό κι αποριγμένο.
Κι ονομάζονται εχθροί,ώ, οι εχθροί του μίσους.
Σ’αφήνω τη διεύθυνση του τάφου
να πας το επίγραμμά μου ν’αναγνώσεις.
Σ’αφήνω τα στρατόπεδα της πόλης
ανάμεσα σ’αιχμαλώτους που λένε
όλο ναι και μέσα τους βρυχιέται
το σκλαβωμένο τ’ όχι του ελεύθερου.
Είμαι κι εγώ απ’αυτούς που απ’έξω λένε
της ανάγκης το ναι, μέσα μου θρέφω τ’όχι.
Έτσι έγινε ο καιρός μου. Στρέψε
το γλυκό βλέμμα σου στην άχαρή μας δύση.
Το ψωμί είναι πετρωμένο, το νερό λάσπη
κι η αλήθεια είναι πουλί χωρίς τραγούδι.
Αυτά σ’αφήνω. Κέρδισα το θάρρος
νά’μαι περήφανος. Προσπάθησε να ζήσεις.
Πήδα το φράγμα μόνος σου κι ελευθερώσου.
Σε περιμένω να μου πεις. Αυτά σ’αφήνω.
Κρίτων Αθανασούλης – Δύο άνθρωποι μέσα μου, 1957
Philippe Laurent Roland | Homer,1812 |Louvre